- στέρνιον
- στέρνιονbreastneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στέρνιον — και στερνίον και στέρνιν, τὸ, Α [στέρνον] είδος δύσπεπτου φαγητού, πιθανώς από στέρνο ζώου («τῶν κρεῶν βούλβιον καὶ στέρνιον καὶ πόδες... τῶν βοῶν ἢ ῥύγχη», Αλέξ.Τράλλ.) … Dictionary of Greek
στερνίου — στέρνιον breast neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνίῳ — στέρνιον breast neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στένιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «στῆθος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τους τ. στέρνον και στέρνιον] … Dictionary of Greek
υποστέρνιο — το, Ν υποστερνίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + στέρνο (πρβλ. περι στέρνιον)] … Dictionary of Greek